μαγειρευτός

μαγειρευτός
-ή, -ό
μαγειρεμένο φαγητό: Σ’ αυτό το εστιατόριο φτιάχνουν νόστιμα μαγειρευτά κρέατα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαγειρευτός — και μαγερευτός ή, ό [μαγειρεύω] μαγειρεμένος, παρασκευασμένος με μαγείρεμα, σε αντιδιαστολή με τον ωμό, τον ψητό ή τον νερόβραστο …   Dictionary of Greek

  • -τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως …   Dictionary of Greek

  • αμαγείρευτος — η, ο 1. (για φαγητά) αυτός που δεν μαγειρεύθηκε, άβραοτος, άψητος, ωμός 2. (για υποθέσεις, πολιτικές ζυμώσεις κ.λπ.) αυτός που δεν διευθετήθηκε, δεν εξομαλύνθηκε με κατάλληλες προσυνεννοήσεις ή διαβουλεύσεις 3. (για πρόσωπα) αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”